- βελτίστου
- βέλτιστοςbestmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
Μίρλες, Τζέιμς — (James Mirrless, Νιούτον Στιούαρτ 1936 –). Σκοτσέζος οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η έρευνά του επικεντρώθηκε … Dictionary of Greek